- χαντζάρι
- το(λ. τουρκ.), ξίφος, σπαθί, γιαταγάνι: Τούρκοι και Έλληνες ήρθαν στα χέρια και τράβηξαν τα χαντζάρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαντζάρι — και χατζάρι, το, Ν 1. μεγάλη καμπύλη μάχαιρα που χρησιμοποιούσαν ως αγχέμαχο όπλο οι μωαμεθανοί και ειδικότερα οι Τούρκοι, οι γενίτσαροι και οι πειρατές 2. μτφ. σφαγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hancer] … Dictionary of Greek
χαντζάρα — και χατζάρα, η, Ν μεγάλο χαντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α)] … Dictionary of Greek
χαντζαριά — και χατζαριά, η, Ν χτύπημα ή πληγή με χαντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
χαντζάρα — η (λ. τουρκ.), μεγεθυντικό του χαντζάρι, μεγάλο χαντζάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαντζάρας — και χατζάρας, ο, Ν (χλευαστ.) σπαθοφόρος, σακαράκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + κατάλ. ας (πρβλ. κεφάλ ας)] … Dictionary of Greek
χατζάρι — το, Ν βλ. χαντζάρι … Dictionary of Greek
χατζάρι — το βλ. χαντζάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)